Παιδιατρικό
Γενικά
Το Παιδιατρικό τμήμα του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών καλύπτει τις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες του παιδικού πληθυσμού της Αττικής αλλά και ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Η επιτυχία του βασίζεται στην παροχή υπηρεσιών νοσηλείας, φροντίδας και καθοδήγησης στους μικρούς μας φίλους, με σημαντικότερη αρχή μας: «ό,τι χρειάζεται, όταν το χρειάζεται, μόνο αν χρειάζεται».
Η ολιστική προσέγγιση κάθε παιδιού, η εμπεριστατωμένη ενημέρωση και συμμετοχή της οικογένειας και η συνεργασία με τον οικογενειακό παιδίατρο, είναι λίγες μόνο από τις πρωτοποριακές για τα Ελληνικά δεδομένα ποιοτικές αναβαθμίσεις που έχει φέρει το τμήμα στο χώρο της Νοσοκομειακής Παιδιατρικής Φροντίδας.
Η ομάδα των γιατρών μας, με εκπαίδευση και εμπειρία σε πανεπιστήμια και κέντρα της Ελλάδας, Αγγλίας, Γαλλίας, Σουηδίας, Γερμανίας, και Αμερικής, εργάζεται σκληρά προσπαθώντας να συνδυάσει τα καλύτερα στοιχεία των πιο επιτυχημένων συστημάτων στον κόσμο προκειμένου να φροντίσει με τον αρτιότερο και ιδανικότερο τρόπο το παιδί που νοσεί.
Ιατρικές Υπηρεσίες
Ασθένειες
Παρότι η κλινική δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παιδιατρικής νοσολογίας και αντιμετωπίζει περιστατικά που καλύπτουν όλο το φάσμα της παιδιατρικής, οι δέκα πιο συχνές παθήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι:
Εμπύρετες νόσοι (όπως βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις), νόσοι του αναπνευστικού συστήματος (όπως άσθμα, ινοκυστική νόσος), νόσοι του γαστρεντερικού (όπως γαστρεντερίτιδες με σημαντική αφυδάτωση, χρόνιοι έμετοι, διαταραχές απορρόφησης), νόσοι του νευρικού συστήματος (όπως πυρετικοί ή απύρετοι σπασμοί), ενδοκρινολογικές νόσοι (με συχνότερο τον ινσουλινοεξαρτόμενο σακχαρώδη διαβήτη), μεταβολικές ή κληρονομικές νόσοι (σπάνια ή αδιάγνωστα περιστατικά), σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις, μεταλοιμώδεις νόσοι (όπως ιδιοπαθής αλλεργική πορφύρα, σύνδρομο Guillen-Barre).
Σημαντική είναι η εμπειρία μας και σε σπανιότερες αλλά βαρύτερες νόσους, όπως τα νεφρικά και τα πνευμονικά αποστήματα, και η νόσος Kawasaki.
Ασθένειες
Ο όρος αλλεργία αναφέρεται στην υπεραντιδραστικότητα που εμφανίζουν κάποιοι άνθρωποι σε ορισμένα συνήθη περιβαλλοντικά αντιγόνα, μετά από οξεία ή χρόνια έκθεση σε αυτά είτε μέσω εισπνοής, είτε λήψης από το στόμα, είτε επαφής ή μέσω ενέσιμης μορφής. Τα συμπτώματα αφορούν κυρίως στη μύτη, στους οφθαλμούς, στους πνεύμονες, στο δέρμα ή στο γαστρεντερικό σύστημα, άλλοτε μεμονωμένα ή και σε συνδυασμό.
Οι αλλεργικές νόσοι αποτελούν σύνθετες παθήσεις που πυροδοτούνται από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Μεταβολές των τελευταίων έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των αλλεργικών νοσημάτων τις τελευταίες δεκαετίες.
Η ηλικία συχνά παίζει καθοριστικό ρόλο στην αναγνώριση των πιθανών αλλεργιογόνων. Στα βρέφη και μικρά παιδιά ευθύνονται συχνά τα ακάρεα σκόνης, τα επιθήλια των ζώων και οι μύκητες. Επίσης, δεν είναι σπάνιες οι τροφικές αλλεργίες, οι οποίες εμφανίζονται με συμπτώματα από το δέρμα, το γαστρεντερικό σύστημα και λιγότερο συχνά με αναπνευστικά προβλήματα.
Ωστόσο, συγκεκριμένες εκφράσεις της αλλεργικής νόσου είναι αυτές που θα οδηγήσουν τους ασθενείς σε αναζήτηση βοήθειας από νοσοκομειακές δομές. Τέτοιες είναι η κνίδωση, το αγγειοοίδημα, η αναφυλαξία και η ορονοσία.
Υπολογίζεται ότι περίπου 20% του πληθυσμού θα παρουσιάσει κνίδωση και αγγειοοίδημα κάποια στιγμή στη ζωή του. Η συνήθης αιτιολογία είναι έκθεση σε ύποπτες τροφές, φάρμακα, δήγματα εντόμων, λοιμώξεις ή επαφή με γύρη, λάστιχο ή ακόμα μπορεί να είναι ιδιοπαθής. Στην οξεία κνίδωση δημιουργούνται παροδικά πομφοί κνησμώδεις, ερυθηματώδεις, ψηλαφητοί που διαρκούν περίπου 1-2 ώρες. Ενδέχεται όμως να παρουσιαστεί και δεύτερη μορφή που να διαρκεί 6-36 ώρες.
Το αγγειοοίδημα αφορά στους εν τω βάθει υποδόριους ιστούς όπως βλέφαρα, χείλη, γλώσσα, γεννητικά όργανα και τη ραχιαία επιφάνεια χεριών ή ποδιών. Η διάγνωση της κνίδωσης και του αγγειοοιδήματος είναι κλινική και απαιτεί γνώση της ποικιλομορφίας στην κλινική έκφραση από τον ιατρό. Η οξεία κνίδωση είναι αυτοπεριοριζόμενη νόσος που απαιτεί ελάχιστη άλλη θεραπεία πέρα από αντιισταμινικά. Η επινεφρίνη συνήθως επιφέρει άμεση ανακούφιση από οξεία σοβαρή κνίδωση/αγγειοοίδημα.
Αναφυλαξία είναι η οξεία και πολύ σοβαρή αλλεργική αντίδραση, που συμβαίνει περίπου 2 ώρες μετά την έκθεση σε αλλεργιογόνο ( ιδιαίτερα σε όσα λαμβάνονται από το στόμα πχ. ξηρούς καρπούς).Εμφανίζονται συμπτώματα από το δέρμα (κνίδωση, αγγειοοίδημα, ερύθημα) , το αναπνευστικό ( βρογχόσπασμος, οίδημα λάρυγγα, που προκαλούν αίσθημα σφιξίματος στο λαιμό και ξηρό βήχα, βράγχος φωνής , δύσπνοια), το καρδιαγγειακό (υπόταση, αρρυθμίες, ισχαιμία του μυοκαρδίου) και το γαστρεντερικό σύστημα (ναυτία, κολικοειδές κοιλιακό άλγος, έμετοι, διάρροια). Λιποθυμική τάση και απώλεια συνείδησης συμβαίνει σε σοβαρές περιπτώσεις.
Η διάγνωση είναι συνήθως εμφανής εξαιτίας της οξείας και δραματικής φύσης του χαρακτηριστικού συνδυασμού δερματικών και αναπνευστικών εκδηλώσεων, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από υπόταση. Πρόκειται για επείγουσα ιατρική κατάσταση που απαιτεί επιθετική αντιμετώπιση με ενδομυϊκή αδρεναλίνη, χορήγηση αντιισταμινικών, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, κορτικοστεροειδή και εισπνεόμενους β-διεγέρτες. Ορισμένοι εμφανίζουν διφασική αναφυλαξία με το 90% αυτών να εμφανίζονται τις επόμενες 4 ώρες, γεγονός που επιτάσσει την παρακολούθηση τους στο νοσοκομείο.
Η ορονοσία είναι μια συστηματική αγγειίτιδα εξ υπερευαισθησίας που τυπικά οφείλεται στη θεραπευτική χορήγηση κυρίως πρωτεϊνών ξένου ορού (ιδίως σε ενέσιμη μορφή).Τα συμπτώματα ξεκινούν 7-12 ημέρες μετά την ένεση του ξένου υλικού, αλλά μπορεί να εμφανιστούν έως και 3 εβδομάδες αργότερα και περιλαμβάνουν πυρετό, αδιαθεσία, κνίδωση και ιλαροειδές εξάνθημα με συχνή εμφάνιση κνησμού. Επιπλέον παρατηρούνται οίδημα, μυαλγία, λεμφαδενοπάθεια, αρθραλγία ή αρθρίτιδα με συμμετοχή πολλών αρθρώσεων και γαστρεντερικές διαταραχές. Η θεραπεία είναι υποστηρικτική με αντιισταμινικά και αναλγητικά. Όταν τα συμπτώματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά χορηγούνται συστηματικά κορτικοστεροειδή σε υψηλές δόσεις, οι οποίες μειώνονται γρήγορα καθώς βελτιώνεται η κατάσταση του ασθενούς.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως η κλινική εκτίμηση των ασθενών που παρουσιάζουν αλλεργικές αντιδράσεις είναι απαραίτητη, γιατί εκτός από την ανάγκη εκτίμησης και αντιμετώπισης των απειλητικών για τη ζωή καταστάσεων, ο διαχωρισμός της νοσολογικής οντότητας είναι σημαντικός για την κατανόηση των αιτιολογικών παραγόντων, των μηχανισμών δημιουργίας αλλά και της θεραπευτικής προσέγγισης.
Η αλλεργία αποτελεί μια μάστιγα της σύγχρονης ζωής. Τα τελευταία χρόνια το «αλλεργικό κύμα» έχει παρασύρει στο πέρασμά του άτομα κάθε ηλικίας από τον λεγόμενο «πολιτισμένο κόσμο».
Αν και τα στατιστικά στοιχεία είναι ελλιπή, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη, υπολογίζεται ότι 3.500.000 άτομα κάτω των 25 ετών πάσχουν από τροφική αλλεργία, την συχνότερη αιτία αναφυλακτικού σοκ. Η αναφυλαξία είναι μια επείγουσα κατάσταση και ορίζεται από τους ειδικούς σαν «σοβαρή, δυνητικά απειλητική για τη ζωή αντίδραση υπερευαισθησίας». Αυτό σημαίνει ότι χαρακτηρίζεται από ταχεία, απροσδόκητη έναρξη με σοβαρά συμπτώματα από το αναπνευστικό ή το καρδιαγγειακό σύστημα, που συνοδεύονται συχνά από εκδηλώσεις στο δέρμα και τους βλεννογόνους. Μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε, ιδιαίτερα σε άτομα με ιστορικό αλλεργίας ή προηγούμενης αναφυλακτικής αντίδρασης.
Η συχνότητα αναφυλακτικών επεισοδίων τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ραγδαία. Υπολογίζεται ότι το 25%-30% των αναφυλακτικών αντιδράσεων συμβαίνει στο χώρο του σχολείου. Όταν ένα παιδί εντάσσεται για πρώτη φορά σε Παιδικό ή βρεφονηπιακό σταθμό, υπάρχει περίπτωση να μην έχει εκδηλώσει την αλλεργική του προδιάθεση. Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να ζητείται από τους γονείς ιστορικό του παιδιού που να περιλαμβάνει ερωτήσεις του τύπου «έχει παρουσιάσει ποτέ το παιδί εξανθήματα με τη χορήγηση τροφής ή φαρμάκου; ή: ταλαιπωρείται συχνά με βήχα, για τον οποίο χρειάζεται να παίρνει συχνά φαρμακευτική αγωγή;» Γενικές ερωτήσεις του τύπου: «έχει το παιδί κάποια αλλεργία;», συνήθως λαμβάνουν αρνητική απάντηση.
Σε περίπτωση που το παιδί έχει διαγνωσμένη αλλεργία, πρέπει η εγγραφή του να συνοδεύεται από λεπτομερή γνωμάτευση του ιατρού που το παρακολουθεί καθώς και τα αλλεργιογόνα που πρέπει να αποφεύγονται . Επίσης, ένα Φύλο Οδηγιών για τα βήματα που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση εκδήλωσης αλλεργικού επεισοδίου.
Το προσωπικό του Παιδικού Σταθμού πρέπει να είναι ενήμερο για τυχόν αλλεργικά παιδιά που υπάρχουν στο δυναμικό του. Σε καμία περίπτωση τα παιδιά αυτά δεν πρέπει να στοχοποιούνται ούτε και να αποκλείονται από δραστηριότητες, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για ιατρικούς λόγους. Η εκπαίδευση των βρεφονηπιοκόμων και του υπόλοιπου προσωπικού στην αναγνώριση μιας αλλεργικής αντίδρασης είναι πολύ βασική για την ασφάλεια όλων των παιδιών, μια και κάποια παιδιά εκδηλώνουν για πρώτη φορά αλλεργική αντίδραση στο σχολείο.
Η πρόληψη των αλλεργικών αντιδράσεων μπορεί να γίνει κυρίως με την αποφυγή έκθεσης σε κύρια αλλεργιογόνα , όπως τροφές και τσιμπήματα μέλισσας. Το περιβάλλον των Σταθμών καλό είναι να είναι ελεύθερο από μοκέτες, πλαστικά κακής ποιότητας και έντονες οσμές απορρυπαντικών ή άλλων ουσιών.
Τον Ιούνιο του 2012 η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Αλλεργιολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας εγκαινίασε την καμπάνια για την καταπολέμηση της αναφυλαξίας. (Stop Anaphylaxis! Food Allergy Campaign). Μεταξύ των άλλων στόχων, αποσκοπεί στην ελεύθερη διάθεση στα σχολεία αυτοενιέμενων συσκευών αδρεναλίνης και στην διατύπωση βασικών αρχών για την αντιμετώπιση του αλλεργικού παιδιού στο σχολείο. Το 2011 οι Η.Π.Α. εισήγαγαν ειδική νομοθετική ρύθμιση που να ενθαρρύνει την εκπαίδευση του προσωπικού των σχολείων για την ετοιμότητα και αντιμετώπιση αναφυλακτικού επεισοδίου.
Η Ευρώπη δεν έχει ακόμη αποκτήσει ενιαία πολιτική στο θέμα αυτό. Στη χώρα μας, εκκρεμεί η οργανωμένη εκπαίδευση των πολιτών, των ασθενών και των οικογενειών τους καθώς και η παροχή δυνατότητας σε προσωπικό σχολείων για την έγκαιρη και αποτελεσματική χρήση της συσκευής αδρεναλίνης. Η συσκευή είναι ειδικά σχεδιασμένη για χρήση από μη γιατρούς και αποτελεί σωτήρια παρέμβαση - την πρώτη και μοναδική - για τη ζωή του ασθενούς.
Επειδή η αξία της κάθε ανθρώπινης ζωής είναι ανυπολόγιστη, η άγνοια και η ολιγωρία δεν δικαιολογούνται. Η ανάγκη τροποποίησης της πολιτικής για την διαφύλαξη της υγείας των μαθητών επιβάλλεται να ευαισθητοποιήσει όλους τους πολιτειακούς φορείς που εμπλέκονται.
Οι ουρολοιμώξεις αποτελούν έναν από τους πιο κοινούς τύπους λοιμώξεων στα παιδιά. Οφείλονται κυρίως σε μικρόβια τα οποία έχουν αποικίσει την περιοχή του πρωκτού και σπανιότερα του κόλπου. Τα μικρόβια αυτά μπορούν να ανέλθουν στην ουροδόχο κύστη δια της ουρήθρας και σπανιότερα στους νεφρούς δια του ουρητήρα.
Οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται συνήθως κατά το πρώτο έτος της ζωής. Τους πρώτους τρεις μήνες απαντώνται συχνότερα στα αγόρια (έως και 3.5 φορές πιο συχνά) καθώς σε αυτά εμφανίζονται οι περισσότερες συγγενείς ανωμαλίες του ουροποιητικού. Μετά το πρώτο έτος της ζωής ωστόσο είναι πολύ συχνότερες στα κορίτσια, καθώς η ουρήθρα τους είναι πολύ πιο μικρή σε μήκος, επιτρέποντας την άνοδο των μικροβίων στην ουροδόχο κύστη.
Τα κυριότερα συμπτώματα της ουρολοίμωξης είναι τα θολά ούρα τα οποία συχνά έχουν πρόσμιξη αίματος και είναι δύσοσμα καθώς και το τσούξιμο/πόνος κατά την ούρηση. Παράλληλα εμφανίζεται συχνουρία που πολλές φορές μπορεί να συνοδευτεί από βραδινή απώλεια ούρων (ενούρηση).
Όταν η ουρολοίμωξη προσβάλει τους νεφρούς (πυελονεφρίτιδα) η κλινική εικόνα γίνεται πιο έντονη με εμφάνιση πυρετού με ρίγος, πόνο στην πλάτη σοβαρό πόνο στην κοιλιά (ιδίως στο υπογάστριο), ναυτία και εμετούς. Στη νεογνική ηλικία τα συμπτώματα είναι αβληχρά και μπορεί να εκδηλωθούν ως ανορεξία, καθυστέρηση στη σωματική ανάπτυξη, ανησυχία και ευερεθιστότητα, νωθρότητα, υποτροπιάζοντα πυρετικά κύματα ή παρατεινόμενο εμπύρετο.
Η ανιούσα ουρολοίμωξη που οδηγεί σε προσβολή των νεφρών οφείλεται σε κυστεουρητηρική παλινδρόμηση. Η πάθηση αυτή οφείλεται σε ανώμαλη γωνίωση του ουρητήρα στο σημείο στο οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη. Η διαταραχή αυτή επιτρέπει την επιστροφή ούρων από την κύστη προς τους νεφρούς.
Οι ουρολοιμώξεις κατά τη νεογνική και βρεφική ηλικία όπως και οι ανιούσες ουρολοιμώξεις που προσβάλλουν τους νεφρούς πρέπει να αντιμετωπίζονται με ενδονοσοκομειακή παρακολούθηση γιατί υπάρχει πάντα ο κίνδυνος βλάβης των νεφρών, βακτηριαιμίας και σηψαιμίας.
Η διερεύνηση αυτών των περιπτώσεων, πέρα από τις κλασσικές εξετάσεις αίματος και ούρων περιλαμβάνει υπερηχογράφημα νεφρών για την αξιολόγηση του όγκου των νεφρών και του μεγέθους του ουρητήρα και δυναμικό σπινθηρογράφημα για τον έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας. Ταυτόχρονα πραγματοποιείται και κυστεουρηθρογραφία για την εκτίμηση του βαθμού της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης.
Επί κλινικών συμπτωμάτων ή εργαστηριακών ενδείξεων προσβολής των νεφρών επιβάλλεται η εισαγωγή ενδοφλέβιας αντιβιοτικής αγωγής για την έγκαιρη και επαρκή καταπολέμηση των μικροβίων που προκαλούν τη λοίμωξη.
Η πνευμονία είναι εμπύρετη νόσος του κατώτερου αναπνευστικού με παθολογικά ευρήματα ( προσβολή των πνευμόνων ή/και του υπεζωκότα ) στην ακτινογραφία θώρακος.
Είναι συχνότερη στα μικρότερα παιδιά, κάτω των 5 ετών, και από αυτά τα παιδιά τα μισά θα χρειαστούν νοσηλεία για αντιμετώπιση της πνευμονίας τους.
Προκαλείται τόσο από ιούς, όσο και από βακτήρια. Μάλιστα, στα παιδιά κάτω των 5 ετών, οι ιογενείς πνευμονίες είναι συχνότερες.
Ιδιαίτερα στην εποχή μας, που ο εμβολιασμός ρουτίνας για αιμόφιλο και πνευμονιόκοκκο είναι στο εθνικό χρονοδιάγραμμα εμβολιασμού των αναπτυγμένων χωρών, η πνευμονία από τα συγκεκριμένα μικρόβια είναι πολύ πιο σπάνια. Ακόμη, φαίνεται πως ο εμβολιασμός για πνευμονιόκοκκο προστατεύει και από τις ιογενείς πνευμονίες.
Τυπικά, τόσο η ιογενής όσο και η μικροβιακή πνευμονία μπορεί αν συμβεί σε όλο το χρόνο. Ωστόσο, το χειμώνα είναι συχνότερες, κυρίως γιατί τα παιδιά περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας τους σε κλειστούς χώρους σε έντονο συγχρωτισμό.
Παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης πνευμονίας, είναι η διαβίωση σε πολύ πυκνοκατοικημένους χώρους- πολυπληθείς οικογένειες σε μικρά διαμερίσματα. Τα παιδιά, που πάνε σχολείο ή παιδικό σταθμό, φέρνουν συχνά ιώσεις στο σπίτι και τις μεταδίδουν στα άλλα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα στα μικρότερα αδελφάκια.
Υπάρχουν και χρόνια νοσήματα που προδιαθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης πνευμονίας, όπως οι συγγενείς καρδιοπάθειες, η βρογχοπνευμονική δυσπλασία στα πρόωρα, η κυστική ίνωση, το άσθμα, η δρεπανοκυτταρική αναιμία, τα νευρομυϊκά νοσήματα, κάποιες γαστρεντερικές διαταραχές όπως η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, καθώς και οι συγγενείς και επίκτητες ανοσοανεπάρκειες.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο καπνός του τσιγάρου μειώνει τις άμυνες του αναπνευστικού, ακόμη και σε παθητική μορφή. Τα βρέφη καπνιστριών μητέρων έχουν αυξημένες πιθανότητες να αρρωστήσουν από πνευμονία.
Το αίτιο της πνευμονίας ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Στα νεογνά, συχνότερα είναι αίτια που σχετίζονται με τη γέννα και τη μητέρα, όπως ο στρεπτόκοκκος ομάδας Β, το κολοβακτηρίδιο, το χλαμύδιο του τραχώματος, αλλά και η λιστέρια. Στα βρέφη κάτω των τριών μηνών, εμφανίζονται τόσο ιογενείς όσο και μικροβιακές πνευμονίες.
Σε παιδιά κάτω των 5 ετών τα αίτια της πνευμονίας είναι συνηθέστερα ιογενή. Από τα μικρόβια, ο πνευμονιόκοκκος , ο στρεπτόκοκκος και σπανιότερα ο σταφυλόκοκκος ευθύνονται για τα πνευμονίες σε αυτές τις ηλικίες. Σε παιδιά μεγαλύτερα των 5 ετών, οι πνευμονίες είναι συχνότερα μικροβιακές και όχι τόσο συχνά ιογενείς. Και σε αυτήν την ηλικία, βασικότερο μικροβιακό παθογόνο είναι ο πνευμονιόκοκκος αλλά και άλλα άτυπα μικρόβια, όπως το μυκόπλασμα της πνευμονίας και το χλαμύδιο της πνευμονίας.
Η κλινική εικόνα ποικίλλει, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, την άμυνα του οργανισμού του και το αίτιο της νόσου. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο κλινικό στοιχείο που να «σφραγίζει» τη διάγνωση της πνευμονίας, ενώ είναι πολύ δύσκολη η διάκριση της ιογενούς από τη μικροβιακή πνευμονία χωρίς εργαστηριακές εξετάσεις.
Το παιδί παρουσιάζει συνηθέστερα πυρετό που ενίοτε είναι υψηλός, κακουχία και καταβολή. Ο βήχας ίσως να μην είναι το βασικότερο σύμπτωμα και να μην εντυπωσιάζει τους γονείς, όπως π.χ., σε μια βρογχίτιδα. Μπορεί να υπάρχει αναπνευστική δυσχέρεια, με ταχύπνοια και χαμηλό κορεσμό οξυγόνου, που στα μικρότερα παιδιά και βρέφη να εκδηλώνεται με δυσκολία στη σίτιση και ανησυχία στον ύπνο, γογγυσμό και υπνηλία.
Τα μεγαλύτερα παιδιά μαζί με τον πυρετό παρουσιάζουν κακουχία και καταβολή, ανορεξία και μπορεί να παραπονεθούν για πόνο στο στήθος ή στην κοιλιά. Δεν είναι σπάνιο να παρουσιάζουν και εμέτους. Τα πολύ μικρά βρέφη και νεογνά μπορεί να μην παρουσιάζουν καν πυρετό.
Η διάγνωση τίθεται με την ακτινογραφία θώρακος, ενώ για την διάκριση ανάμεσα σε ιογενή και μικροβιακή πνευμονία, βοηθούν οι εξετάσεις αίματος.
Η αντιμετώπιση της πνευμονίας εξαρτάται και πάλι από την ηλικία του παιδιού, το αίτιο και τη βαρύτητα της νόσου. Τα εμπύρετα βρέφη, τα παιδιά με πολύ υψηλό πυρετό, κακή γενική κατάσταση, μειωμένη σίτιση, αναπνευστική δυσχέρεια που χρειάζεται χορήγηση οξυγόνου, αδυναμία λήψης υγρών /αφυδάτωση, επιδείνωση παρά την χορήγηση αντιβίωσης, καθώς και όσα εμφανίζουν ήδη στην διάγνωση της πνευμονίας επιπλοκές της νόσου όπως το εμπύημα ή η πλευριτική συλλογή, ιστορικό υποτροπιάζουσας πνευμονίας καθώς και χρόνιο συστηματικό νόσημα, χρειάζονται νοσηλεία σε νοσοκομείο για υποστήριξη και αντιμετώπιση.
Τα παιδιά που είναι σε καλή γενική κατάσταση, χωρίς αναπνευστική δυσχέρεια, σιτίζονται επαρκώς και συνεργάζονται για την αγωγή τους, αντιμετωπίζονται στο σπίτι με κατάλληλη αγωγή.
Προσοχή: οι ιογενείς πνευμονίες ΔΕΝ αντιμετωπίζονται με αντιβίωση. Παρά το όνομά τους, οι αντιβιώσεις καταπολεμούν μόνον τα μικρόβια, όχι τους ιούς.
Αντιβίωση κατάλληλη για το πιθανότερο μικρόβιο κατά περίπτωση, θα δώσει μόνον ο παιδίατρος.
Στην πνευμονία, εξίσου σημαντική είναι η χορήγηση υγρών, η επαρκής σίτιση, τα αντιπυρετικά, και αν χρειάζεται και τα εισπνεόμενα φάρμακα.
Αν χρειαστεί αντιβιοτική αγωγή, συνήθως αυτή διαρκεί 10 ημέρες. Σε 48 ώρες από την έναρξη της αγωγής το παιδί θα πρέπει να παρουσιάζει εμφανή βελτίωση της κλινικής του εικόνας.
Η αποκατάσταση των ακτινολογικών ευρημάτων καθυστερεί, και ιδίως σε πνευμονίες από πνευμονιόκοκκο, μπορεί να χρειαστούν και 8 εβδομάδες.
Επιπλοκές της νόσου είναι σπάνιες, και περιλαμβάνουν το εμπύημα, το απόστημα, τη νεκρωτική πνευμονία και τον πνευμοθώρακα.
Ωστόσο, θα πρέπει να κρατάμε ότι η πνευμονία στη σύγχρονη εποχή, παρά το τρομακτικό της όνομα, θεραπεύεται πλήρως και χωρίς κανένα υπόλειμμα στα υγιή παιδιά.
Οι πυρετικοί σπασμοί αποτελούν την πιο συχνή διαταραχή της παιδικής ηλικίας που εκδηλώνεται με την εμφάνιση σπασμών. Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστά τα παθοφυσιολογικά τους αίτια. Υπολογίζεται ότι 5% όλων των παιδιών θα εμφανίσουν ένα τουλάχιστον τέτοιο επεισόδιο.
Εμφανίζονται κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία (μεταξύ 6 μηνών και 5 ετών) και σχετίζονται πάντα με την εμφάνιση πυρετού. Συνήθως εκδηλώνονται κατά το πρώτο 24ωρο του πυρετού, είναι γενικευμένοι σε ολόκληρο το σώμα και δεν διαρκούν περισσότερο από 5 λεπτά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ωστόσο οι σπασμοί μπορεί να είναι επιπλεγμένοι με αποτέλεσμα να εμφανίζονται είτε ως εστιακοί, είτε να έχουν διάρκεια μεγαλύτερη από 15 λεπτά ή να επανεμφανίζονται στο ίδιο 24ωρο πυρετού.
Η πλειονότητα των παιδιών που εκδηλώνουν πυρετικούς σπασμούς δεν εμφανίζει νευρολογικές βλάβες κατά την κλινική εξέταση, ενώ η ανάπτυξή τους είναι πάντα φυσιολογική. Ωστόσο παραμένει πάντα στην κρίση του ιατρού να αποσαφηνίσει το αίτιο του πυρετού και να αποκλείσει την πιθανότητα ενδοκράνιας λοίμωξης. Στα παιδιά ηλικίας 6-18 μηνών συστήνεται η διενέργεια οσφυονωτιαίας παρακέντησης για να αποκλειστεί η πιθανότητα μηνιγγίτιδας, καθώς τα συμπτώματά της σε αυτές τις ηλικίες είναι συνήθως πολύ ήπια και μπορεί να ξεφύγουν της κλινικής εξέτασης.
Έχει υπολογιστεί ότι από τα παιδιά που εμφανίζουν πυρετικούς σπασμούς, το 70-75% θα έχουν μόνο ένα επεισόδιο, το 20-25% θα εμφανίσουν επιπλεγμένα επεισόδια σπασμών, ενώ 5% μόνο μπορεί να σχετίζονται με την εμφάνιση ενδοκράνιων λοιμώξεων (μηνιγγίτιδας κ.α.).
Η πιθανότητα εμφάνισης επιληψίας κατά την ενήλικο ζωή είναι 2.4% (διπλάσια του φυσιολογικού πληθυσμού ο οποίος έχει 1.2%). Δεν σχετίζονται με επηρεασμένο νοητικό πηλίκο (IQ) και δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποστηρίζουν τη συσχέτισή τους με την πιθανότητα θανάτου.
Η παρακολούθηση των παιδιών που εμφανίζουν πυρετικούς σπασμούς είναι συνήθως νοσοκομειακή, προκειμένου να πραγματοποιηθούν όλες οι κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις, να χορηγηθεί η απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή.
Η θεραπεία τους είναι συντηρητική και περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιπυρετικών, αντιβιοτικών εφόσον υπάρχει υποκείμενη μικροβιακή λοίμωξη και αντισπασμωδικών φαρμάκων στις περιπτώσεις που οι σπασμοί διαρκούν περισσότερο από 3 λεπτά.
Ο πυρετός αποτελεί το πιο συχνό σύμπτωμα για το οποίο προσκομίζεται ένα παιδί στον παιδίατρο ή στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών των νοσοκομείων. Δεν αποτελεί νόσο, αλλά σύμπτωμα και μάλιστα ωφέλιμο, υπό την έννοια του ότι συνιστά απάντηση του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού έναντι κάποιου παθογόνου.
Όμως, πέραν της ανησυχίας, ανορεξίας και κακής διαθέσεως που ορισμένες φορές προκαλεί στο άρρωστο παιδί, ακόμη συχνότερα προκαλεί φόβο και άγχος στους γονείς. Το φαινόμενο της «πυρετοφοβίας» είναι ενίοτε τόσο έντονο (φόβος πυρετικών σπασμών ή άλλων νευρολογικών επιπλοκών που μπορεί να προκαλέσει ο πυρετός), ώστε καλείται συχνά ο παιδίατρος «να θεραπεύσει τον πυρετό», ενώ η ορθή προσέγγιση είναι η αιτιολογική αντιμετώπισή του και όχι η αλόγιστη χρήση αντιπυρετικών φαρμάκων.
Ο πυρετός ορίζεται ως η παροδική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Αποτελεί ένα κοινό σύμπτωμα πολλών νοσημάτων, συχνότερα λοιμώδους αιτιολογίας.
Παράγοντες που είναι δυνατό να επηρεάσουν τη θερμοκρασία του σώματος είναι η φυσική δραστηριότητα, το υπερβολικό ντύσιμο, το φαγητό, τα φάρμακα, η φάση του καταμήνιου κύκλου και η υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Από τους περισσότερους συγγραφείς ως πυρετός γίνεται δεκτή η θερμοκρασία άνω των 38 βαθμών Κελσίου όταν η μέτρηση γίνεται στο ορθό, άνω των 37,5 βαθμών Κελσίου όταν η μέτρηση γίνεται στη στοματική, και άνω των 37,2 βαθμών Κελσίου όταν η μέτρηση γίνεται στη μασχαλιαία κοιλότητα.
Η μέτρηση της θερμοκρασίας από το στόμα και το ορθό πρέπει να αποφεύγεται στις ηλικίες 0-5 ετών. Οι μετρήσεις στη μασχάλη διαθέτουν σημαντική αξιοπιστία και αποτελούν πρακτικό τρόπο μέτρησης του πυρετού, έχοντας ως δεδομένο ότι η έντονη εφίδρωση επηρεάζει αρνητικά τις μετρήσεις. Μετά την άρση της κυκλοφορίας των υδραργυρικών θερμομέτρων από το εμπόριο χρησιμοποιούνται κυρίως τα ηλεκτρονικά ψηφιακά θερμόμετρα.
Σε πρόσφατες μελέτες βρέθηκε ότι τα θερμόμετρα δερματικής επαφής στο μέτωπο παρουσιάζουν τις πιο αντιφατικές μετρήσεις με εύρος 3 βαθμών Κελσίου ενώ η αστάθεια των μετρήσεων στα ωτικά θερμόμετρα είναι της τάξης των 2 βαθμών Κελσίου, καθιστώντας τα έτσι μη αποδεκτά στην κλινική πράξη.
Για την αντιμετώπιση του πυρετού απαιτείται πρώτα και κυρίως επαρκής ενυδάτωση και ελαφρά ένδυση προκειμένου να διευκολυνθεί η αποβολή θερμότητας. Το χλιαρό λουτρό βοηθά ελάχιστα στην πτώση της θερμοκρασίας υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί δεν έχει ρίγος. Τα αντιπυρετικά φάρμακα (παρακεταμόλη, ιβουπροφαίνη, μεφαιναμικό οξύ) θα πρέπει να χορηγούνται εναλλάξ με φειδώ, δεδομένης της ευεργετικής δράσης του πυρετού στην καταπολέμηση του λοιμογόνου παράγοντα, αλλά και λόγω των δυνητικών ανεπιθύμητων ενεργειών που ενδέχεται να προκαλέσουν. Χορηγούνται όταν ο πυρετός είναι υψηλός (άνω των 38,5 βαθμών Κελσίου), προκειμένου να ανακουφιστεί ο ασθενής.
Ο πυρετός αρκετές φορές συνοδεύεται από ποικίλα συμπτώματα με κυριότερα το ρίγος, την εφίδρωση, την ταχυκαρδία, την ταχύπνοια και εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα (υπνηλία, λήθαργος, διέγερση). Η εμφάνιση ρίγους (αίσθημα ψύχους, μυϊκός τρόμος, ωχρότητα δέρματος, κυάνωση άκρων-χειλέων) κατά την πορεία νόσου η οποία δεν χαρακτηριζόταν από αρχικό ρίγος μπορεί να υποδηλώνει επιπλοκή, υποτροπή ή επέκταση της αρχικής λοίμωξης.
Η σοβαρότητα της υποκείμενης νόσου θα πρέπει να αξιολογείται κυρίως με βάση τη γενική κατάσταση του παιδιού και όχι με το κατά πόσον ανταποκρίνεται ο πυρετός στην αντιπυρετική αγωγή. Βρέφη ηλικίας κάτω των 3 μηνών με θερμοκρασία άνω των 38 βαθμών Κελσίου ανήκουν σε ομάδα αυξημένου κινδύνου για σοβαρή νόσο.
Η διατήρηση της κακής όψης του ασθενούς, ακόμη και μετά την πτώση του πυρετού, συνηγορεί υπέρ της αυξημένης σοβαρότητας της νόσου που προκαλεί τον πυρετό.
Το παιδί πρέπει να εκτιμάται από παιδίατρο όταν εμφανίζει συμπτώματα όπως είναι η απουσία δακρύων, η μειωμένη διούρηση, η εμφάνιση εξανθήματος (ιδίως όταν δεν εξαφανίζεται μετά από πίεση), όταν ο πυρετός διαρκέσει περισσότερο από 5 ημέρες και γενικά αν οι γονείς θεωρούν ότι η κατάσταση του παιδιού επιβαρύνθηκε ή ανησυχούν περισσότερο από την αρχή της νόσου.
Τα παιδιά κινούνται πολλές φορές σε εξωτερικούς χώρους παίζοντας και έρχονται σε επαφή με έντομα. Τα έντομα μπορεί να προκαλέσουν μία ποικιλία εκδηλώσεων στα παιδιά από τοπικές μέχρι σοβαρότερες γενικευμένες αντιδράσεις ανάλογα το έντομο ή την προδιάθεση του παιδιού ενώ μπορεί να είναι φορείς σημαντικών νόσων όπως το κουνούπι με τον ιό του Δυτικού Νείλου ή το τσιμπούρι με τη νόσο Lyme. Τσιμπήματα εντόμων που θα απασχολήσουν συνήθως τον γονιό είναι από: σφήκες, μέλισσες , κουνούπια, ψύλλους, τσιμπούρια, κατσαρίδες, σκνίπες ή ορισμένες αράχνες.
Τα υμενόπτερα έντομα- οι σφήκες και οι μέλισσες- φέρουν κεντρί με δηλητήριο που (ειδικά στις μέλισσες) με το τσίμπημα εναποτίθεται πάνω στο παιδί.
Τα υπόλοιπα έντομα: κουνούπια, ψύλλοι, τσιμπούρια, ορισμένα είδη αραχνών δαγκώνουν το παιδί και οι αντιδράσεις που προκαλούνται, συνήθως τοπικές (φλεγμονώδεις ή αλλεργικές), είναι αποτέλεσμα των ουσιών που περιέχονται στο σάλιο του εντόμου. Όσο για τις κατσαρίδες, τα μέρη του σώματος τους και τα περιττώματα τους μπορεί να προκαλέσουν τοπικές δερματικές ή και αναπνευστικές αλλεργικές αντιδράσεις όταν έρθουν σε επαφή με το δέρμα του παιδιού ή όταν αυτό εισπνεύσει σκόνη με περιττώματα.
Μετά από ένα τσίμπημα κλασσικά υπάρχει έντονο κοκκίνισμα, πρήξιμο και κνησμός ,αν πρόκειται για απλό έντομο, ή έντονος πόνος, αν πρόκειται για υμενόπτερο. Τα συμπτώματα αυτά κρατάνε συνήθως 1-2 ημέρες. Η συνήθης αντιμετώπιση είναι: σε περίπτωση δήγματος από υμενόπτερο η άμεση αφαίρεση του κεντριού (καθώς αυτό εξακολουθεί να απελευθερώνει δηλητήριο για αρκετά δευτερόλεπτα μετά το τσίμπημα) και στη συνέχεια καλό πλύσιμο με νερό και σαπούνι και τοποθέτηση κρύου επιθέματος. Αν πρόκειται για υμενόπτερο, μπορούμε να δώσουμε παυσίπονο στο παιδί όπως παρακεταμόλη ή ιβουπροφαίνη.
Σε άλλα έντομα, ιδανικά μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς κρέμα καλαμίνης ή και τοπικά αντιισταμινικά για να μειώσει τη φαγούρα. Σε περίπτωση πολλαπλών δηγμάτων καλό είναι να χρησιμοποιούνται αντιισταμινικά από το στόμα και όχι τοπικά. Είναι σημαντικό να ξύνεται όσο το δυνατό λιγότερο το παιδί γιατί κινδυνεύει λιγότερο να επιμολύνει τις δερματικές βλάβες.
Ορισμένα παιδιά μετά από επανειλημμένα τσιμπήματα κουνουπιών ευαισθητοποιούνται στο σάλιο τους και κάνουν πολύ μεγάλες τοπικές αντιδράσεις με πολύ πρήξιμο και κοκκίνισμα ολόκληρου χεριού ή ποδιού ή κλείσιμο ματιού που μπορεί να κρατήσουν αρκετές μέρες και να μπερδέψουν με τη θορυβώδη εμφάνισή τους. Αυτά τα παιδιά πρέπει να εκτιμηθούν από τον παιδίατρο τους γιατί σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί το τραύμα να έχει επιμολυνθεί και να χρειάζεται άλλου είδους αντιμετώπιση. Ούτως ή άλλως, ο γονιός πρέπει κάθε μέρα να ελέγχει τα δήγματα για να ανακαλύψει πρώιμα τυχόν επιμόλυνση με εκροή υγρού, κίτρινες κρούστες, πόνο στο άγγιγμα.
Επίσης υπάρχουν παιδιά που οι γονείς τους τα πηγαίνουν στον παιδίατρο για ένα εξάνθημα κορμού ή άκρων με έντονη φαγούρα που μπορεί να διαρκεί αρκετές μέρες ή να υποτροπιάζει. Η διάγνωση πολλές φορές εκπλήσσει όταν ο παιδίατρος αποδίδει το εξάνθημα σε επαφή με έντομα που έχει περάσει απαρατήρητη.
Τέλος, μετά από δήγμα υμενόπτερου μπορεί σε σπάνιες περιπτώσεις να συμβεί μια πολύ σοβαρή αλλεργική αντίδραση που λέγεται αναφυλαξία και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο σε νοσοκομειακό πλαίσιο. Ανησυχητικά συμπτώματα είναι το παιδί να παρουσιάσει λίγη ώρα μετά το τσίμπημα ξαφνικά γενικευμένο εξάνθημα, ναυτία ή εμετό ή διάρροια, έντονη δύσπνοια ή παράξενη υπνηλία και ληθαργικότητα. Τότε πρέπει να μεταφερθεί άμεσα στο νοσοκομείο.
Γιατί εμάς
Ιατροί Τμήματος
Επιστημονικός Σύμβουλος Διοίκησης του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Ο Ανδρέας Φρετζάγιας αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή Αθηνών με βαθμό «Άριστα». Διδάκτωρ της ίδιας σχολής αναγορεύθηκε, επίσης με βαθμό «Άριστα».
Περάτωσε τη στρατιωτική του θητεία στην Παθολογική Κλινική του 411 ΓΣΝ και στη συνέχεια την ειδικότητα της Παιδιατρικής στην Α΄ Παιδιατρική Κλινική του...
Διευθυντής Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επικεφαλής Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Αναπληρωτής Διευθυντής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Αναπληρώτρια Διευθύντρια Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
...Υποδιευθυντής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Η Κρυσταλλία Βαλσαμίδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κάλυμνο. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων με βαθμό πτυχίου " Λίαν Καλώς"
Εξέτισε την αγροτική της θητεία στην Κάλυμνο το 2009-2010 και στα πλαίσια της ειδικότητας της ως Παιδίατρος εργάστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου την περίοδο...
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Υποδιευθύντρια Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Υπεύθυνη Εξωτερικών Ιατρείων
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
2001-2004 Ενιαίο Λύκειο Ελασσόνας
Οκτ -Δεκ 2009 Εκπαίδευση στο Εξωτερικό (Παρίσι, Γαλλία), Πρόγραμμα Erasmus, Παιδοχειρουργική κλινική, Νοσοκομείο Cochin-Saint Vincent de Paul
2004-2010 Ιατρική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Επαγγελματική...
Επιμελητής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Υποδιευθυντής Β΄ Παιδιατρικής κλινικής Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1993 με «Λίαν Καλώς». Ξεκίνησε ειδικότητα Παθολογοανατομίας στο Κωνσταντοπούλειο Νοσοκομείο Νέας Ιωνίας για 6 μήνες (1994) την οποία διέκοψε για να εργαστεί ως Αγροτική Ιατρός στο Κέντρο Υγείας Βάμου Χανίων ( 1994 - 1997). Διορίστηκε από...
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β’ Παιδιατρικής Κλινικής Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β΄Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Αποφοίτησα από την Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών το 1998. Έλαβα τον τίτλο της ειδικότητας της Παιδιατρικής από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ηρακλείου Κρήτης ...
Επιμελήτρια Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Β' Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Παιδίατρος, Επιμελητής Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελήτρια Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών
Επιμελητής Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών