Υδρονέφρωση είναι η παρουσία ούρων μέσα στους νεφρούς.
Η διάγνωσή της γίνεται σχεδόν πάντα προγεννητικά, με τα υπερηχογραφήματα του εμβρύου.
Περίπου 1,4 στα 100 νεογέννητα έχει κατακράτηση ούρων στους νεφρούς, η οποία έχει διαγνωστεί προγεννητικά.
Εάν διαφύγει της προγεννητικής διάγνωσης, η υδρονέφρωση διαγιγνώσκεται είτε με ουρολοιμώξεις, είτε με κοιλιακό άλγος.
Μετά την γέννηση θα πρέπει να γίνει ένας έλεγχος του παιδιού την 3η ή 4η ημέρα της ζωής με υπερηχογράφημα και ανάλογα με τα ευρήματα του, προχωράμε ή όχι σε ανιούσα κυστεογραφία ούτως ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ύπαρξης κυστεονεφρικής παλινδρόμησης. Επίσης ανάλογα με τα ευρήματα του, βάζουμε το παιδί ή όχι σε προφυλακτική αντιβιοτική αγωγή μέχρι να προχωρήσει ο έλεγχος του.
Το 12% περίπου των υδρονεφρώσεων στα νεογέννητα αντιστοιχεί σε κυστεονεφρική παλινδρόμηση και το 88% σε στενώσεις των ουροφόρων οδών.
Η στένωση μπορεί να είναι είτε στην πυελοουρητηρική συμβολή (μεταξύ νεφρού και ουρητήρα) είτε στην ουρητηροκυστική συμβολή (μεταξύ ουρητήρα και κύστης) είτε στην ουρήθρα.
Εάν η υδρονέφρωση κριθεί μεγάλου βαθμού, δηλαδή επικίνδυνη για τη νεφρική λειτουργία, γίνεται τον 3ο μήνα της ζωής σπινθηρογράφημα νεφρών, που μας πληροφορεί για την λειτουργική αξία των νεφρών και για τον κίνδυνο που διατρέχουν από την υδρονέφρωση.
Όπως οι περισσότερες των κυστεονεφρικών παλινδρομήσεων, έτσι και οι περισσότερες των στενώσεων των ουροφόρων οδών, υποχωρούν αυτομάτως από μόνες τους, χωρίς δική μας χειρουργική βοήθεια, με την ανάπτυξη και μόνο του παιδιού.
Εάν χρειαστεί, οι στενώσεις των ουροφόρων οδών, χειρουργούνται με επεμβάσεις οι οποίες έχουν υψηλότατα ποσοστά επιτυχίας της τάξης του 99%.
Οι μόνες στενώσεις που χειρουργούνται πάντα και όσο πιο γρήγορα γίνεται μετά τη γέννηση είναι οι συγγενείς στενώσεις της ουρήθρας (βαλβίδες της ουρήθρας). Η επέμβαση αυτή γίνεται ενδοσκοπικά, με μια νύχτα παραμονή του παιδιού στο νοσοκομείο μόνο και με υψηλότατα ποσοστά επιτυχίας.