Πότε παρατηρείται: ΝΕΟΓΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ (ως το 1ο έτος ζωής)
Ορισμός συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: πρόκειται για στένωση ή πλήρη απόφραξη σε οποιοδήποτε σημείο της ρινοδακρυϊκής αποχετευτικής οδού, που συνήθως όμως εντοπίζεται στο κατώτερο τριτημόριο του ρινοδακρυϊκού πόρου, κοντά στην εκβολή του, κάτωθεν της κάτω ρινικής κόγχης και κοντά στην πτυχή του ρινικού βλεννογόνου που την καλύπτει και ονομάζεται βαλβίδα του Hasner.
Κλινικές εκδηλώσεις συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: επιφορά (δακρύρροια) με έναρξη μεταξύ 2ης και 6ης εβδομάδας και υποτροπιάζοντα επεισόδια επιπεφυκίτιδας με βλεννοπυώδεις εκκρίσεις, που σε επίμονες περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε βλεφαροεπιπεφυκίτιδα ή και δακρυοκυστίτιδα. Συχνά πίεση επί του δακρυϊκού ασκού προκαλεί εκροή πυώδους εκκρίματος.
Διαφορική διάγνωση συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: συγγενές γλαύκωμα, ατρησία δακρυϊκών σημείων, συρίγγιο μεταξύ ασκού και δέρματος.
Θεραπεία συγγενούς απόφραξης ρινοδακρυϊκού πόρου: τοπικές μαλάξεις και 10ήμεροι κύκλοι τοπικής αντιβιοτικής αγωγής είναι δυνατόν να υποβοηθήσουν στην διάνοιξη του πόρου σε ποσοστό 65-90% των νεογνών αυτόματα μέσα στους πρώτους 6-8 μήνες ή κατά άλλους έως τον πρώτο χρόνο της ζωής. Εφόσον η συμπτωματολογία επιμένει και μετά τον 6ο μήνα, αντιμετωπίζεται χειρουργικά με καθετηριασμό της δακρυϊκής οδού με τον ειδικό καθετήρα Bowman και πλύση για τον έλεγχο της βατότητας. Η ιδανική περίοδος είναι μεταξύ 8ου και 12ου μήνα.
Τα ποσοστά επιτυχίας του καθετηριασμού μειώνονται μετά τον 13ο μήνα της ζωής. Επανάληψη του καθετηριασμού σε δεύτερο χρόνο και ένθεση σωληναρίων σιλικόνης είναι μέθοδοι που ενδείκνυνται σε επίμονες αποφράξεις.
Νεογνά με συγγενή απόφραξη που χειρουργούνται στην σωστή ηλικία, αντιμετωπίζονται επιτυχώς στο 95% των περιπτώσεων, αποφεύγοντας πολύπλοκες επεμβάσεις στο μέλλον.