Έτσι ονομάζονται οι λοιμώξεις του νεογνού από ιούς ή παράσιτα, οι οποίες μεταδίδονται κάθετα από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα είτε τη γέννηση φυσιολογικού νεογνού, είτε την αποβολή του εμβρύου, τη γέννηση παιδιού με συγγενείς διαμαρτίες ή παιδιού που θα εμφανίσει αργότερα επιπλοκές της συγγενούς λοίμωξης (όψιμη εμφάνιση νόσου). Συνηθέστερα απασχολούν η συγγενής τοξοπλάσμωση και η συγγενής CMV λοίμωξη, για τις οποίες υπάρχει προγεννητική διάγνωση και θεραπεία, τόσο στην έγκυο, όσο και στο νεογνό.
Αν και δεν αποτελούν συχνές παθήσεις, οι συγγενείς λοιμώξεις είναι σοβαρές λοιμώξεις που χρήζουν στενής και μακροχρόνιας παρακολούθησης από ομάδα ειδικών (λοιμωξιολόγο, νευρολόγο, ωτορινολαρυγγολόγο, οφθαλμίατρο).
Η επίπτωση της συγγενούς τοξοπλάσμωσης στην Ελλάδα φαίνεται να είναι περίπου 1:10.000 γεννήσεις, ενώ οι διαστάσεις του πρόβληματος της συγγενους CMV λοίμωξης στη χώρα μας φαίνεται να είναι άγνωστες. Στις ΗΠΑ γεννιούνται 30.000-40.000 προσβεβλημένα βρέφη το χρόνο και από αυτά 6.000-8.000 βρέφη εμφανίζουν μόνιμες διαταραχές λόγω συγγενούς CMV λοίμωξης.
Η πλειοψηφία των νεογνών γεννιούνται ασυμπτωματικά παρά την συγγενή λοίμωξη, μπορεί όμως να εμφανίσουν συμπτώματα χρόνια μετά τη γέννηση, κυρίως εάν δεν έχουν λάβει εγκαίρως θεραπέια. Τα συμπτωματικά νεογνά εμφανίζουν εκδηλώσεις από πολλά συστήματα (ηπατοσπληνομεγαλία, νευροαισθητήρια βαρηκοΐα, μικροκεφαλία ή υδροκέφαλο, χοριοαμφιβληστροειδίτιδα κλπ).
Η διάγνωση συγγενούς λοιμώξεως στο νεογνό γίνεται με τη χρήση ορολογικού ελέγχου, μοριακών μεθόδων (PCR) και παρακλινικού ελέγχου (συμβατή εικόνα σε US και CT εγκεφάλου). Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης τα αποτελέσματα του προγεννητικού ελέγχου στη μητέρα.
Η θεραπεία της συγγενούς τοξοπλάσμωσης βασίζεται στο συνδυασμό σουλφαθιαζίνης και πυριμεθαμίνης, ενώ της συγγενούς CMV λοίμωξης στη χορήγηση αντιικών φαρμάκων (ganciclovir ή valganciclovir). Και στις δύο περιπτώσεις η θεραπεία είναι μακροχρόνια. Είναι απαράιτητη η τακτική παρακολούθηση από ομάδα ειδικών λόγω των απώτερων επιπλοκών της νόσου αλλά και για την παρακολούθηση, προσαρμογή ή και τροποποίηση της θεραπείας.