H οξεία λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα είναι από τα συχνότερα περιστατικά στα επείγοντα ενός παιδιατρικού νοσοκομείου. Πρόκειται για ιογενή λοίμωξη του λάρυγγα, της τραχείας και των βρόγχων.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν βράγχος φωνής (έως αφωνία), υλακώδη βήχα (σα γαύγισμα), εισπνευστικό σιγμό, και σε σοβαρές περιπτώσεις, έντονη αναπνευστική δυσχέρεια. Η επέκταση της φλεγμονής από το λάρυγγα στην τραχεία και τους βρόγχους, συνοδεύεται από πρόσθετα συμπτώματα, όπως η παράταση εκπνοής και ο εκπνευστικός συριγμός.
Συνήθως προηγούνται συμπτώματα ήπιας λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού – ρινίτιδα και βήχας. Το παιδί μπορεί να είναι απύρετο.
Η χαρακτηριστική κλινική εικόνα της οξείας λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδας οφείλεται σε φλεγμονή, οίδημα και επακόλουθη στένωση της υπογλωττιδικής μοίρας του λάρυγγα. Για το λόγο αυτό, εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά προσχολικής ηλικίας (μεταξύ 6 και 36 μηνών), που έχουν σχετικά στενότερη διάμετρο λάρυγγα και τραχείας, ενώ είναι σπανιότερη σε μεγαλύτερα παιδιά (άνω των 6 ετών). Παρουσιάζεται λίγο συχνότερα στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια.
Ως νόσος είναι συνήθως καλοήθης και αυτοπεριοριζόμενη, ωστόσο σπάνια μπορεί να εξελιχθεί σε βαρειά κατάσταση με ανάγκη διασωλήνωσης και νοσηλείας σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Είναι, κατά κανόνα, ιογενούς αιτιολογίας: συχνότερα προκαλείται από τους ιούς της παραγρίππης 1,2,3, αλλά και από τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (respiratory syncytial virus, RSV), τους αδενοϊούς, τον ιό της ιλαράς, τους ιούς της γρίππης (συμπεριλαμβανομένου του Η1Ν1).
Λιγότερο συχνά αίτια είναι ο ανθρώπινος κοροναϊός ΝL63, οι ρινοϊοί, οι εντεροϊοί και οι μεταπνευμονοϊοί. Να τονιστεί ότι οι συγκεκριμένοι ιοί είναι πολύ συχνοί στα παιδιά αυτής της ηλικίας, ωστόσο ένα μικρό μόνο ποσοστό θα παρουσιάσει οξεία λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα. Η ανατομία των ανώτερων αεραγωγών καθώς και συμβάματα που προκαλούν επίκτητες στενώσεις, όπως η μακρόχρονη διασωλήνωση, η κληρονομικότητα, η αλλεργική προδιάθεση και η άμυνα του κάθε οργανισμού παίζουν ρόλο στην εκδήλωση της νόσου.
Σπανιότερα, η νόσος μπορεί να προκληθεί από βακτήρια, όπως το Μυκόπλασμα της πνευμονίας, ή να συνυπάρχει δευτεροπαθής βακτηριακή λοίμωξη, κυρίως από παθογόνα όπως ό πνευμονιόκοκκος, ο πυογόνος στρεπτόκοκκος ή ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος. Η νόσος είναι βαρύτερη σε αυτές τις περιπτώσεις.
Η οξεία λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδα εμφανίζεται συχνότερα φθινόπωρο και τους πρώτους μήνες του χειμώνα, ακολουθώντας την κατανομή των ιών της παραγρίππης. Κατά κανόνα, η κλινική εικόνα εκδηλώνεται εντονότερα βραδινές ώρες.
Το παιδί, έχοντας ήπια ρινίτιδα, βήχα ή και πυρετό για12-48 ώρες, ξυπνάει στη μέση της νύχτας με βράγχος φωνής ή και αφωνία, με χαρακτηριστικό παροξυσμικό βήχα «σαν γαύγισμα σκύλου» (υλακώδης) , που μπορεί να εναλλάσσεται με έναν ήχο «σφυρίγματος» κατά την εισπνοή (εισπνευστικός σιγμός). Το παιδί μπορεί να είναι ανήσυχο ή να κλαίει με βραχνό κλάμα.
Στις βαρύτερες περιπτώσεις, όπου η αναπνευστική δυσχέρεια γίνεται μεγαλύτερη, το παιδί παρουσιάζει ταχύπνοια, με κοφτές και γρήγορες θορυβώδεις αναπνοές, και δυσκολεύεται να κάνει προτάσεις, ενώ εμφανίζει εισολκές σφαγής (στη βάση του λαιμού) και μεσοπλευρίων (στο θώρακα), σημεία αυξημένης αναπνευστικής προσπάθειας.
Σε επείγουσες καταστάσεις, το παιδί μπορεί να είναι υπνηλικό λόγω μειωμένης οξυγόνωσης από βαρύτατη αναπνευστική δυσχέρεια, και πλέον να είναι πολύ κουρασμένο για να δείξει σημεία αυξημένης προσπάθειας αναπνοής.
Σε περιπτώσεις βακτηριακής αιτιολογίας, η εικόνα του παιδιού είναι βαρύτερη, με ωχρότητα, αναπνευστική δυσχέρεια και ενίοτε σιελόρροια.
Η διάγνωση της οξείας λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδας είναι κατά βάση κλινική. Η χαρακτηριστική κλινική εικόνα του παιδιού καθώς και η συνήθως ταχεία ανταπόκρισή του στα συνήθη φάρμακα, η ιογενής συνήθως αιτιολογία και η καλοήθης φύση της νόσου δεν απαιτούν ιδιαίτερη εργαστηριακή διερεύνηση. Ακτινογραφίες και εργαστηριακές εξετάσεις δεν είναι απαραίτητες, εκτός και αν η κλινική εικόνα του παιδιού παρεκκλίνει του συνηθισμένου: είναι υποτροπιάζουσα, είναι σε μεγαλύτερο παιδί, είναι πιθανότατα βακτηριακής αιτιολογίας, υπάρχει υποψία ξένου σώματος, δεν ανταποκρίνεται στη συνήθη φαρμακευτική αγωγή ή είναι πολύ βαρειά.
Η αντιμετώπιση της οξείας λαρυγγοτραχειίτιδας εξαρτάται κατά κανόνα από τη βαρύτητά της. Σε απλές περιπτώσεις που υπάρχει μόνο ήπιος βήχας και ελάχιστο βράγχος φωνής, μπορεί να αντιμετωπιστεί με υδρατμούς ή μόνον εισπνοή βουδεσονίδης στα ΤΕΠ.
Σε βαρύτερες περιπτώσεις, με έντονο βράγχος φωνής ενδείκνυται η χορήγηση δεξαμεθαζόνης, είτε από το στόμα είτε παρεντερικά που δρα αποσυμφορητικά στον λάρυγγα και μειώνει την φλεγμονή. Αν το παιδί δείχνει σημεία αναπνευστικής δυσχέρειας, τότε ενδείκνυται επιπλέον η χορήγηση νεφελοποιημένης αδρεναλίνης για την άμεση αντιμετώπιση της αναπνευστικής δυσχέρειας. Ωστόσο, καλό είναι να θυμόμαστε ότι η νεφελοποιημένη αδρεναλίνη, παρότι πολύ αποτελεσματική, είναι ένα φάρμακο με πολύ άμεσο αλλά και πολύ περιορισμένο χρόνο δράσης- σε δύο ώρες η δράση της παρέρχεται, και πιθανότατα το παιδί να ξαναπαρουσιάσει συμπτώματα.
Αν ταυτόχρονα το παιδί παρουσιάζει και ακροαστικά ευρήματα συμμετοχής των βρόγχων-τα οποία συχνά διαπιστώνονται σε δεύτερο χρόνο αφού δράσουν τα πρώτα φάρμακα και το παιδί ηρεμήσει, τότε πιθανώς να κριθεί απαραίτητη και η αντιμετώπιση της τραχειοβρογχίτιδας με σαλβουταμόλη.
Ενίοτε, αν η κλινική εικόνα είναι έντονη, ή το παιδί είναι πολύ μικρό και δεν συνεργάζεται να λάβει από του στόματος την δεξαμεθαζόνη, ή αν χρειαστεί νεφελοποιημένη αδρεναλίνη και φοβόμαστε για υποτροπή μέσα στη νύχτα, τότε συστήνεται εισαγωγή του παιδιού στο νοσοκομείο. Η αντιμετώπιση της οξείας λαρυγγοτραχειοβρογχίτιδας δεν αποτελεί τελική θεραπεία.
Η νόσος είναι κατά κανόνα ιογενής, επομένως «κάνει τον κύκλο της» και πρακτικά αυτό-ιάται. Η ιατρική παρέμβαση είναι καθαρά υποστηρικτική και συμπτωματική, προκειμένου να ανακουφιστεί το παιδί από τα συμπτώματά του, να σιτιστεί και να λάβει υγρά, και να εξασφαλιστεί ότι δε δυσπνοεί.