Ελονοσία

Η ελονοσία είναι παρασιτική νόσος που οφείλεται στο πλασμώδιο της ελονοσίας (Plasmodium falciparum, P. vivax, P.ovale και P. Malariae) και μεταδίδεται στον άνθρωπο μέσω μολυσμένων κουνουπιών Anopheles. Η Ελονοσία αποτελεί σημαντικό αίτιο νοσηρότητας και την πιο συχνή αιτία θανάτου μετά από ταξίδι.

Ετησίως, καταγράφονται περίπου 500.000.000 περιστατικά ελονοσίας, ενώ  στην Ελλάδα έχουμε περίπου 30-50 περιστατικά το χρόνο που σχετίζονται συνήθως με ταξίδι σε χώρες υψηλής ενδημικότητας. Τα τελευταία χρόνια έχει καταγραφεί σημαντική αύξηση των περιστατικών εισαγόμενης ελονοσίας σε ταξιδιώτες από την Ευρώπη ή τη Β. Αμερική.

Η νόσος της ελονοσίας μπορεί να εκδηλωθεί από ένα μήνα μέχρι και ένα χρόνο μετά το ταξίδι, ανάλογα με το είδος του πλασμωδίου. Διακρίνεται στην ήπια μη επιπλεγμένη και στη σοβαρή-επιπλεγμένη ελονοσία. Τα συμπτώματα συχνά στην έναρξη της νόσου είναι μη ειδικά: πυρετός ή δεκατική πυρετική κίνηση, ρίγος, κεφαλαλγία, μυαλγίες, αρθραλγίες, καταβολή, εφιδρώσεις και γαστρεντερικές διαταραχές. Σοβαρή –επιπλεγμένη νόσος εμφανίζεται όταν συνυπάρχουν βαρύτερες εκδηλώσεις όπως νευρολογικές επιπλοκές, οργανική ανεπάρκεια ή  αιματολογικές διαταραχές.

Η εμφάνιση πυρετού κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και για διάστημα, 7 ημερών μέχρι και 6-12 μήνες μετά την επιστροφή από την ενδημική περιοχή, αποτελεί επείγουσα κατάσταση και απαιτεί άμεση εκτίμηση. Πέραν του ιστορικού, η κλινική εικόνα καθώς και τα εργαστηριακά ευρήματα (αναιμία/θρομβοπενία στη γενική αίματος, αύξηση τρανσαμινασών και χολερυθρίνης, ήπιες διαταραχές πήξης) συνεκτιμώνται.

Βέβαια ο κλασικός τρόπος διάγνωσης ελονοσίας είναι η μικροσκοπική εξέταση λεπτής και παχιάς σταγόνας αίματος, ενώ τελευταία χρησιμοποείται και μοριακή μέθοδος ανίχνευσης του πλασμωδίου (PCR). Σημαντικό είναι να γνωρίζει κανείς πως υπάρχουν και περιστατικά ελονοσίας χωρίς αναφερόμενο ταξίδι σε χώρες υψηλής ενδημικότητας, γι΄αυτό και χρειάζεται υψηλός βαθμός υποψίας στο αρχικό στάδιο της νόσου.

Η χημειοπροφύλαξη αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο πρόληψης της  νόσου, και πρέπει να  χορηγείται πριν, κατά και μετά την επιστροφή από το ταξίδι. Η επιλογή του ανθελονοσιακού φαρμάκου (χλωροκίνη, ατοβακόνη-προγουανίλη, μεφλοκίνη, δοξυκυκλίνη, πριμακίνη) γίνεται με βάση τα δεδομένα αντοχής στα ανθελονοσιακά στον τόπο προορισμού και τα υποκείμενα νοσήματα του παιδιού, την ηλικία του και το χρόνο παραμονής στο εξωτερικό.

Επιπλέον, η λήψη προληπτικών μέτρων για την προστασία των παιδιών από τσιμπήματα κουνουπιών κατά τη διάρκεια ταξιδιού σε περιοχές όπου ενδημεί η ελονοσία, είναι ζωτικής σημασίας (κατάλληλη ένδυση, εντομοαπωθητικά).

Η θεραπεία της ελονοσίας αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο και διαφοροποιείται ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Η επιλογή των  ανθελονοσιακών φαρμάκων γίνεται αφού ληφθεί υπόψη το είδος του πλασμωδίου, η πιθανότητα αντοχής στη χλωροκίνη, η ηλικία του ασθενούς και το ατομικό ιστορικό.