Εγκολεασμός

Εγκολεασμός καλείται η ενσφήνωση τμήματος του εντέρου στο κατά συνέχεια αμέσως επόμενό του, δηλαδή η αναδίπλωση του εντέρου μέσα στον ίδιο του τον αυλό. Ο εγκολεασμός αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία κοιλιακού πόνου, μετά τη δυσκοιλιότητα, σε παιδιά προσχολικής ηλικίας.

Ο εγκολεασμός είναι συχνή αιτία της οξείας απόφραξης του λεπτού εντέρου. Στο 75% των περιπτώσεων συναντάται πριν την ηλικία των 2 ετών.

Ο εγκολεασμός ταξινομείται ανάλογα με την συμπτωματολογία σε μόνιμο (80%) και παροδικό (20%). Ανάλογα με την αιτία σε ιδιοπαθή (95% των εγκολεασμών) η οποία σχετίζεται με ιογενή λοίμωξη αναπνευστικού-γαστρεντερικού και αφορά κατά το 95% την ειλεοκολική περιοχή και σε Pathologic Lead Point (5% των εγκολεασμών). Σε αυτή την κατηγορία μια παθολογική οντότητα, όπως π.χ. απόφυση Meckel, εντερικός διπλασιασμός, ή κάποια ασθένεια που διαταράσσει την κινητικότητα του εντέρου, όπως π.χ. πορφύρα Henoch-Schonlein, κυστική ίνωση κ.α. είναι η αιτία του εγκολεασμού.

Ανάλογα με την ανατομική θέση, πιο συχνός είναι ο ειλεοκολικός (80%).

Η παρουσία δύο κλινικών συμπτωμάτων (κοιλιακό άλγος και έμετος) και δύο κλασσικών ευρημάτων (κοιλιακή μάζα + αιμορραγία από το ορθό) εγκολεασμού θέτουν τη διάγνωση!

Το πιο συχνό (85%) είναι η έναρξη έντονου, κωλικοειδούς άλγους που κάνει το παιδί να φέρνει τα πόδια στην κοιλιά διάρκειας λίγων λεπτών. Ωστόσο, η απουσία πόνου δεν αποκλείει τον εγκολεασμό (σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να αργήσει η διάγνωση). Ο εμετός είναι το δεύτερο πιο συχνό σύμπτωμα του εγκολεασμού (η απουσία του δεν αποκλείει την διάγνωση) και συμβαίνει συνήθως στα μικρότερα παιδιά.

Η διάγνωση τίθεται συνήθως μέσα σε 24 ώρες. Θερμοκρασία και εργαστηριακά ευρήματα συνοδεύουν την κλινική εικόνα του σοκ και της υπογκαιμίας. Η αιμορραγία είναι χαρακτηριστική, παρουσιάζει δε σύστασης βλεννώδης, σαν ζελέ σταφίδας (currant jelly). Η απουσία ψηλαφητής μάζας ή αιμορραγίας δεν αποκλείει την ύπαρξη εγκολεασμού.

Η διάγνωση εγκολεασμού γίνεται με τον υπέρηχο (100% ακρίβεια). Ο ρόλος του δεν είναι μόνο να διαγνώσει ή να αποκλείσει ένα εγκολεασμό, αλλά επίσης να μελετήσει την εξέλιξη του ή την παρουσία νέκρωσης στο εντερικό τοίχωμα.

Η αντιμετώπιση του εγκολεασμού περιλαμβάνει την ακτινολογική ανάταξη (υδροστατική-υγρό, πνευματική-αέρα) και την χειρουργική ανάταξη (εκτομή, αντιμετώπιση της διάτρησης) με λαπαροτομία ή λαπαροσκόπηση.

Αν ο εγκολεασμός δεν μειωθεί, τότε μπορεί να επαναληφθεί ο υποκλυσμός. Στο 60% των ασθενών που δεν εμφανίζεται μείωση, με την δεύτερη προσπάθεια ο εγκολεασμός μειώνεται. Το άλλο 40% οδηγείται στο χειρουργείο. Το ποσοστό υποτροπής μετά από επιτυχημένη μείωση του εγκολεασμού είναι 5%.